φλεγμοναί

φλεγμοναί
φλεγμονή
fiery heat
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερυσιπελατώδης — ες (AM ἐρυσιπελατώδης, ες) [ερυσίπελας] αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.). επίρρ... ἐρυσιπελατωδῶς (Α) με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”